- προγενεῖς
- προγενήςborn beforemasc/fem acc plπρογενήςborn beforemasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προγενής — ές, Α 1. ο γεννημένος πρωτύτερα 2. (κατ επέκτ.) παλαιός, αρχαίος, πανάρχαιος («ὦ γῆς Θήβης ἄστυ πατρῷον καὶ θεοὶ προγενεῑς, ἄγομαι δὴ κοὐκέτι μέλλων», Σοφ.) 3. προηγούμενος 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ προγενεῑς οι παλαιότεροι άνθρωποι, αυτοί… … Dictionary of Greek